- υπερχειλίζω
- Ν1. (για υγρά) ξεχειλίζω, χύνομαι έξω2. μτφ. είμαι υπερπλήρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερχειλώ, κατά τα ρ. σε -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερχειλίζω — υπερχείλισα, αμτβ., υπερβαίνω τα χείλη (δοχείου), τις όχθες κτλ. και χύνομαι έξω, ξεχειλίζω (κυριολ. και μτφ.): Υπερχειλίζει από ζωτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
υπερχέω — ΜΑ [χέω] 1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.) 2. (το παθ.) ὑπερχέομαι α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ. β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.) β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων… … Dictionary of Greek
υπερχείλιση — η, Ν [υπερχειλίζω] 1. ξεχείλισμα, το να χύνεται νερό ή άλλο υγρό από τα χείλη αγγείου, από την κοίτη ποταμού, από τη στεφάνη φράγματος 2. φρ. «πεδιάδα υπερχείλισης [ή κατάκλυσης]» (γεωμορφ.) επίπεδη, χερσαία έκταση κοντά σε ένα υδάτινο ρεύμα, η… … Dictionary of Greek
υπερχείλισμα — το, Ν [υπερχειλίζω] 1. υπερχείλιση 2. η ποσότητα τού υγρού που ξεχειλίζει … Dictionary of Greek
υπερχειλιστήρας — ο, Ν τεχνολ. ειδική συσκευή ή εγκατάσταση σε δεξαμενές και σε ταμιευτήρες για να χύνεται το νερό όταν υπερχειλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερχειλίζω + κατάλ. τήρας (πρβλ. βρασ τήρας)] … Dictionary of Greek
υπερχειλώ — έω, Μ [ὑπερχειλής] υπερχειλίζω … Dictionary of Greek